woordenboek
zelfstandig naamwoord
(het, o. ; meervoud: woordenboeken)
< lexicon >
λεξικό
een etymologisch/eentalig/tweetalig/verklarend/elektronisch/retrograad woordenboek
ετυμολογικό/μονόγλωσσο/δίγλωσσο/ερμηνευτικό/ηλεκτρονικό/αντίστροφο λεξικό
dit woord staat (niet) in het woordenboek
αυτή τη λέξη (δεν) την έχει το λεξικό/αυτή η λέξη (δεν) υπάρχει στο λεξικό
een woord opzoeken in het woordenboek
αναζητώ/ψάχνω κάποια λέξη στο λεξικό