μαλάκας
[O3] zelfstandig naamwoord(ο; )
<αυτός που είναι εκνευριστικός>
zak
klootzak
lul
eikel
boerenlul
mongool
μα τι μαλάκας που είναι κι αυτός!
wat is het toch een zak (van een vent)/een boerenlul!
είναι πολύ μαλάκας/ένας μαλάκας και μισός/μαλάκας με περικεφαλαία
hij is een grote lul
είσαι μεγάλος μαλάκας
vuile klootzak!
ε!, τότε είσαι μεγάλος μαλάκας!
nou, dan ben je wel een grote klootzak
ρε τι μαλάκας που είναι ο άνθρωπος!
wat een eikel is die vent, zeg!
<αυτός που πέφτει θύμα>
είμαι ο μαλάκας της υπόθεσης
het kind van de rekening/de pineut/de sigaar/de pisang/de dupe/de klos/de lul zijn
<ως προσφώνηση>
ouwe rukker
ρε μαλάκα, θα μου δανείσεις τη μηχανή σου για το βράδυ;
hé ouwe rukker, mag ik vanavond je motor lenen?