klimmen
werkwoord
(intransitief; klom; geklommen)
<(op handen en voeten) omhoog/omlaag gaan>
σκαρφαλώνω
ανεβαίνω
κατεβαίνω
in een boom klimmen
σκαρφαλώνω/ανεβαίνω σ' ένα δέντρο
uit een boom klimmen
κατεβαίνω από ένα δέντρο
hij klom over de schutting
πήδηξε/δρασκέλισε το φράχτη
<stijgen>
ανεβαίνω
αναρριχώμαι
het vliegtuig klom naar een hoogte van 20.000 voet
το αεροπλάνο ανέβηκε σε ύψος 20.000 ποδιών
op een podium klimmen
ανεβαίνω στη σκηνή/στο βάθρο
hij klom op zijn brommertje en ging er vandoor
καβάλησε το μηχανάκι κι έφυγε
in de pen klimmen
παίρνω μολύβι και χαρτί
met het klimmen der jaren nemen de gezondheidsproblemen toe
όσο μεγαλώνει κανείς αυξάνονται τα προβλήματα υγείας
<omhoog gaan>
ανηφορίζω
σκαρφαλώνω
de weg klimt
ο δρόμος ανηφορίζει/γίνεται ανηφορικός
ο δρόμος γίνεται ανηφορικός
het pad klimt langs de berg omhoog
το μονοπάτι σκαρφαλώνει στο βουνό